- αιώνιος
- -ια (και -ία), -ιο (Α αἰώνιος, -ία, -ιον και -ιος, -ιον)1. αυτός που ανήκει στον αιώνα, παντοτινός, ακατάλυτος, αθάνατος2. επίρρ. αἰωνίως (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, συνέχειαπαντοτινάνεοελλ.(για έκφραση υπερβολής ή ειρωνείας)1. αυτός που μοιάζει να κατέχει μια θέση ή ένα αξίωμα εφ' όρου ζωής (αιώνιος πρωθυπουργός, αιώνιος φοιτητής)2. στερεός, άθραυστος, αθάνατος3. ο ίδιος πάντοτε, συνηθισμένος, αναλλοίωτος (η αιώνια γυναίκα)4. φρ. «αιωνία του η μνήμη», για κάποιον που πέθανε«αιώνια ανάπαυση» και «αιώνιος ύπνος», ο θάνατος«αιώνια ζωή», η μετά θάνατον ζωή«αιώνιον πυρ», κόλαση«αιώνιες μονές», παράδεισοςμσν.1. ως τίτλος τού αυτοκράτορα και τής αυτοκράτειρας2. φρ. «εἰς ζωὴν αἰώνιον» — αιωνίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰών.ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αιωνιότητα].
Dictionary of Greek. 2013.